ἴαμβος

ἴαμβος
ἴαμβος
Grammatical information: m.
Meaning: name of a metrical foot and a verse, `iambus, mocking verse' (Archil., Hdt., Att.).
Compounds: Compp., e. g. ἰαμβο-ποιός (Arist.), χωλ-ίαμβος `choliambus' (Demetr. Eloc.; cf. Risch IF 59, 284f.).
Derivatives: ἰαμβικός `iambical, mocking' (Arist., D. H.), ἰαμβώδης `mocking' (Philostr.), ἰαμβύλος `mocking poet' (Hdn.), ἰαμβύκη name of an instrument (Eup., H.; cf. σαμβύκη), ἰαμβεῖος `iambic', ἰαμβεῖον n. `iambic verse' (Att. ). Denominative verbs: ἰαμβίζω, -ιάζω `speak, mock in iambi' (Gorg., Arist.; cf. v. Wilamowitz Glaube 2, 53) with ἰαμβιστής `mocking-poet' (Ath.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. διθύραμβος, θρίαμβος (also ἴθυμβος); of Pre-Greek origin. Older attempts to give an explanation from Indo-European in Bq (with Add. et corr.) ; s. on διθύραμβος. - Acc. to Theander Eranos 20, 1ff. to ἰά; on this Kretschmer Glotta 13, 243ff. (s. also on ἔλεγος). See Hester, Lingia 13 (1965) 354f.
Page in Frisk: 1,704

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἴαμβος — iambus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”